κειρυλος

κειρυλος
    κειρύλος
     (шутл. вм. κηρύλος, по созвучию с κείρω) цирюльник Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κειρυλος" в других словарях:

  • κειρύλος — κειρύλος, ὁ (Α) βλ. κηρύλος …   Dictionary of Greek

  • κειρύλος — κηρύλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»